- ἐπέβαλον
- ἐπιβάλλωthrowaor ind act 3rd plἐπιβάλλωthrowaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
CONYZA — mas et femina, describitur Hesychio, in voce Κόνυζα: ubi βοτάνην ἄφυλλον vocat feminam, quod tenuia et angusta habeat folia, marem vero ait esse Φυτὸν ἱκανῶς ἔυφυλλον, largiter soliatam. Unde et stramenta farciebant et scopas faciebant. Sed et… … Hofmann J. Lexicon universale
TAENIA — fascia seu vinculum est. Caecilius apud Festum. Dum taeniam, qui vulnus vinciret, petit. Et quidem τὸ τῶ μαςῶν γυναικείων ζῶσμα, uberum muliebrium cinctus, Pollux, l. 7. c. 13. sed τὸ ὰφετον τῆς κόμης συνδέουσα, vitta quâ crines ligabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… … Dictionary of Greek
σίλιγνις — και σέλιγνις, ίγνεως, ἡ, ΜΑ λεπτό αλεύρι από σιλίγνιον* («εἶτα ἐπέβαλον μέλι καὶ σιλίγνεως ἡμίσειαν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον σελίγνιον «είδος σίτου» + επίθημα ις] … Dictionary of Greek
Σιτάλκης — I Βασιλιάς των Οδρυσών της αρχαίας Θράκης. Στις ημέρες του, τα όρια του κράτους του έφταναν από τα Άβδηρα ως τις εκβολές του Δούναβη και από το Βυζάντιο ώς το Στρυμόνα. Ο Σ. ήταν σύμμαχος των Αθηναίων στο πρώτο έτος του Πελοποννησιακού (431 π.Χ.) … Dictionary of Greek